Новогреческий словарь
κουτσοχέρης
κουτσοχέρης
1)
безрукий
;
2)
без ручки
(о сосуде)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
безрукий
? —
κουτσοχέρης
как на
(ново)греческом
будет слово
без ручки
? —
κουτσοχέρης
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουτσοχέρης
? — безрукий, без ручки
#
(ново)греческий словарь
—
ιουνιανός
—
μεσονύκτιον
—
αιμομίκτρια
—
αλευροποίηση
—
σταυραδερφός
—
νεροτσουλήθρα
—
αμφαρίστερος
—
ανακόλληση
—
ακτή
—
κεραμοποιός
—
τσιτάκι
—
μετά
—
ακροστιχίδα
—
φετιχικός
—
σκυθρώπιασμα
—
γουνώνω
—
διαγώγιον
—
προτραπεζίτης
—
εκμισθώσιμος
—
γλυκοσαλιάζω
—
αξιωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве