Новогреческий словарь
εγκιβωτισμένος
εγκιβωτισμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγκιβωτισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανάλαφρος
—
καταγελώ
—
δυναμομεταμόρφωση
—
επέτυχον
—
πάναγνος
—
συμπαθώ
—
εικοσαετής
—
καψαλήθρα
—
αρτίζω
—
μαυρομαμούνα
—
αλογόνο
—
ιλυοδόχη
—
αντικαταναλωτικός
—
μεταγωγικό
—
σιταρένιος
—
ασυνεσία
—
φιστικύς
—
τρεμοφέγγω
—
σελιδούλα
—
αποσάρωμα
—
ισχυρότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве