|
(αόρ. παράχυσα) наливать слишком много (чего-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наливать слишком много? — παραχύνω как с (ново)греческого переводится слово παραχύνω? — наливать слишком много — γενναιότητα — λασπολογία — χοντροκαύκαλος — απογεματινά — παραχώρηση — ψευδορκώ — τσούλα — σαράφης — νοησιαρχία — ευρωπαίζω — βροντοφωνώ — ατελής — έμβρεγμα — απρογύμναστος — αμφίεση — πόχα — χαρτοσημαίνω — Πολωνέζα — ασκούργιαστος — δικατάληκτος — ραπτικός |
|||