|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ερημοκλήσι? — — αυτοπεποίθηση — γραμματοκομιστής — μαγνητοχάλυψ — πιστοδότηση — κασσιτερωτής — προγούλι — αμάρα — ελασματουργείο — γεννησιά — ναρκοθέτηση — κατούρημα — κεφαλόβρυση — ανταλλάσσω — κρέμα — ξεφωνητό — επινεφρίδιο — αγιωτικά — παλιόστομα — άσκιος — αντεκδικητής — ακράτως |
|||