|
το пирожное (один из сортов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пирожное? — κανταΐφι как с (ново)греческого переводится слово κανταΐφι? — пирожное — μαναβική — κλυστήρι — κουκουλλάρικος — μετωρίζομαι — πιάτσα — κλάνω — φαρμακοθεραπεία — ελαφοκέρατο — τσαμπούκ — διακριτικώς — σωματεμπόριο — συγχροτρόνιο — μαρξιστής — συνδυάζω — βισινύς — απλουτος — μάντρισμα — κυτιοποιείο — τρουχίζω — επάνω — κήρυκας |
|||