|
ο 1) пушок на щеках; 2) зоол. сороконожка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пушок на щеках? — ίουλος как на (ново)греческом будет слово сороконожка? — ίουλος как с (ново)греческого переводится слово ίουλος? — пушок на щеках, сороконожка — θρησκεύω — πατρικία — μεταθέσιμος — χρυσαυγής — σημαιοστολισμός — απάδων — απροπαράσκευος — αφεντικός — καπνοπώλισσα — φατνίο — εξαμμάτιση — αγουρίδα — καταπλημμυρώ — μουράγιο — αντιπυροβολώ — κρυσταλλικότητα — κρεατοσάνιδο — κοινωνικοποιούμαι — ξαμολλιέμαι — Καρολίνα — βελτίωση |
|||
|