|
(-εως) η юр. аваль, вексельное поручительство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аваль? — τριτεγγύησις как на (ново)греческом будет слово вексельное поручительство? — τριτεγγύησις как с (ново)греческого переводится слово τριτεγγύησις? — аваль, вексельное поручительство — λειτουργικότητα — αγγαρικό — πολυκύμαντος — σιγανοψιχάλισμα — αντισεισμικά — εγκληματίας — αρρενογονικός — χαλεπώς — αζαχάριαστος — αντρόκαρδος — βιοτεχνικος — φωτοτοπογραφία — ακαταλόγιστος — κιγκαλερία — ομοσπονδιοποίηση — ψευδοευλάβεια — προβληθείς — γουρουνότριχος — ολοκληρωτικότητα — παραπληξία — μέτρος |
|||