Новогреческий словарь
ανθρωποσωτήριος
ανθρωποσωτήρι|ος
спасительный; целебный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спасительный
? —
ανθρωποσωτήριος
как на
(ново)греческом
будет слово
целебный
? —
ανθρωποσωτήριος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανθρωποσωτήριος
? — спасительный, целебный
#
(ново)греческий словарь
—
βαθούλωμα
—
επιγονάτιο
—
χέρσος
—
μυροπώλις
—
αλατένιος
—
τουρκοκρατία
—
παραμόνεμα
—
αποσφράγιση
—
κρομμυδόζουμο
—
πολιτειοκρατία
—
τελεσίδικος
—
ζαλώνω
—
σίφων
—
ατμομηχανικός
—
δαφνώδης
—
όργιο
—
επισώρευση
—
αποκλαίγω
—
διατείνομαι
—
ανεκτέλεστος
—
τρυγώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве