Новогреческий словарь
υπερλίπωση
υπερλίπωση
η мед.
ожирение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ожирение
? —
υπερλίπωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπερλίπωση
? — ожирение
#
(ново)греческий словарь
—
μονόμετρος
—
αυγάτισμα
—
γοργοθάνατος
—
ερωτοπληξία
—
σοσιαλίστρια
—
φυματιολόγος
—
φτυώ
—
φαγώσιμο
—
επιτηρήτρια
—
πεντηκονταπλασιάζω
—
ονοματοποιούμαι
—
πεντάπραχτος
—
δραπέτευση
—
χεράκι
—
ευκταίος
—
σόντέκνισσα
—
εντοιχισμός
—
αγουροφάγος
—
απελευθερία
—
Τετάρτη
—
ταριχεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве