Новогреческий словарь
πλειοδοσία
πλειοδοσία
η
надбавка цены
(при торге, на аукционе)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
надбавка цены
? —
πλειοδοσία
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλειοδοσία
? — надбавка цены
#
(ново)греческий словарь
—
αποκοψίδι
—
ξάστερα
—
αρχαϊσμός
—
σχοινένιος
—
μορμαρογλύπτης
—
διασκεπτήριο
—
νεραϊδοπαρμένος
—
παστός
—
γλυκοζώ
—
αποξενώνω
—
ιστιοπλοϊκός
—
μακιγιαρισμένος
—
σεισμομετρία
—
διαφωτίζω
—
εθνοφυλακή
—
παιδόπουλο
—
πουκαμίσας
—
γυρώνω
—
αντισυνταγματικώς
—
ανακλώθω
—
νοησιαρχία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве