Новогреческий словарь
πληρεξουσιοδοτώ
πληρεξουσιοδοτώ
уполномочивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уполномочивать
? —
πληρεξουσιοδοτώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
πληρεξουσιοδοτώ
? — уполномочивать
#
(ново)греческий словарь
—
υποστυλωτικός
—
πιπιλιστός
—
παροδικότητα
—
δισχιλιοστός
—
λογού
—
παραστράτημα
—
ατζέμ-πιλάφι
—
παρελθοντολογώ
—
μεταμισθώ
—
αθρακιά
—
γαλακτερός
—
σαρωματίνα
—
σταυρόλεξο
—
γρόθος
—
φερωνυμία
—
αρμαθιάζω
—
σαρωτικός
—
ένυδρος
—
μαντατεύτρα
—
διαθερμία
—
ψυκτήρ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве