|
сто; ο παπούς μου ζυγώνει τά ~ — [phrase]моему деду идёт сотый год[/phrase]; ~ φορές τού τώπα — разг. [phrase]сто раз я ему говорил[/phrase]; ~ ώρες με έχεις καί περιμένω — разг. [phrase]я тебя жду целую вечность[/phrase]; === ο αριθμός ~, τό (νούμερο) ~ — уборная, туалет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сто? — εκατό как с (ново)греческого переводится слово εκατό? — сто — αναψυκτικό — φιλοπεριέργεια — ξομολογώ — παραφωτίς — τουρκόφωνος — λάμπασμα — ομελέττα — στοιχειοθέτηση — πλανιάρω — ξεσυνέριση — ηλεκτροχημικός — αθεόφοβος — μπέκρω — μουγκοφυσάω — ετερόσημος — ειδωλολατρία — μελίγγι — στομαχικός — θανάτωση — νομογραφία — ασώρευτος |
|||