Новогреческий словарь
εκατό
εκατό
сто
;
ο παπούς μου ζυγώνει τά ~ — [phrase]моему деду идёт сотый год[/phrase]
;
~ φορές τού τώπα — разг. [phrase]сто раз я ему говорил[/phrase]
;
~ ώρες με έχεις καί περιμένω — разг. [phrase]я тебя жду целую вечность[/phrase]
;
===
ο αριθμός ~, τό (νούμερο) ~ — уборная, туалет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сто
? —
εκατό
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκατό
? — сто
#
(ново)греческий словарь
—
εύχαρις
—
βουτυρένιος
—
αβασταγή
—
αθύρω
—
αποστέωση
—
δίτομος
—
χαρτόλιθος
—
λιποταχτώ
—
σχεδιογράφηση
—
αρτιφανής
—
κουβεντιάζω
—
αμάλαγος
—
φυσική
—
καμηλόσουπα
—
κακοποιός
—
ανά
—
καπνάς
—
ανημποριάζω
—
άγενος
—
αποκοιμούμαι
—
μαδρεπόραι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве