|
не имеющий стены #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий стены? — άτοιχος как с (ново)греческого переводится слово άτοιχος? — не имеющий стены — αγγελοπρόσωπος — γλιτζερός — οσφρητικός — ράκος — γιαμά — εγχείρηση — χορτοφαγία — παλαιοντολογία — γερόκοτα — φοινικόδεντρο — οκτασύλλαβος — εξαχρειωμένος — δυσπραγία — σμυριδοχάρτης — σεπτεμβριανά — κοιλίτσα — εργοτάξιο — καρπισμένος — επιπλάττω — ευγενικότητα — Θάνατος |
|||