|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χρηματοδοτικός? — — ανεξέταστος — σπουδαιότητα — φασαμαίν — αφέλεια — θερμογονία — ταχυδρόμος — ιδιόγραφο — εκφώνηση — έθος — διαθλαστής — τυραννικός — λιχούδικος — άρπαγας — εγκρεμός — σχοινοσυντρόφισσα — επέθεσα — λειψοφέγγαρο — τηλεμετρία — χρηματολογία — ακατανόητο — εξαμηνιαίος |
|||