|
το познаваемое; то(__,__) что познаваемо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово познаваемое? — επιστητό как на (ново)греческом будет слово то, что познаваемо? — επιστητό как с (ново)греческого переводится слово επιστητό? — познаваемое, то, что познаваемо — χειροπεδώ — αδιενέργητος — μεταμορφώνω — επιψευδαργυρωμένος — στοματάκι — μηλοβόλημα — μοσκοβόλημα — γλοιόδερμος — φρόχειλο — αντιφάσκω — κοριτσόπουλο — απτικός — αλφαβητίζω — ευμετάπειστος — ραδικόζουμο — ενοχλητικότητα — τράκος — συμβολαιογραφικός — διαστημόπλοιο — συμπόνεση — κυτταρολογικός |
|||