Новогреческий словарь
καστροφύλακας
καστροφύλακας
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καστροφύλακας
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ρίξιμο
—
αντιληφθείς
—
σαρκοφαγία
—
διώκομαι
—
συντηρητικά
—
ανεπιχείρητος
—
ντροπή
—
χαράττω
—
λίγος
—
βουτσέλι
—
περιπατητικός
—
αγαλίφωτος
—
γεροκόμιο
—
διεπέτασα
—
εμπεδώνω
—
πολυβολαρχία
—
πώντσι
—
εναγκάλισμα
—
αλειά
—
κώνωψ
—
χλωρός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве