|
плоть; === ~ εκ τής σαρκός μου — [phrase]плоть от плоти моей[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плоть? — σαρξ как с (ново)греческого переводится слово σαρξ? — плоть — αναχωματίζω — φοντάν — ερώτηση — νότσικα — άλλα — μολυσμένος — γυναικάρι — νεκρότητα — κατά — γενικεύσιμος — ραμφόμορφος — πολφώδης — σώβρακο — εργαλειός — ανοσιούργημα — χρησικτησία — κατακαίω — εκατοστόλιτρο — πάστρευμα — γυρεψιά — άγλυκος |
|||