|
το всхлипывание, рыдание; κλαίω μέ ~ά — всхлипывать, рыдать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово всхлипывание? — αναφυλλητό как на (ново)греческом будет слово рыдание? — αναφυλλητό как с (ново)греческого переводится слово αναφυλλητό? — всхлипывание, рыдание — ψωράλογο — λεοκόϊον — έννοια — διδαχή — ψιψιρίζω — γιόμιση — σκάρφί — ροδομάγουλος — αδιάφθορος — κοκκορεβυθιά — αμνησίθεος — ιππονομή — ημιανοιγμένος — ετερόχρωμος — διεθνοποιούμαι — μακαρονισμός — Ουγγαρίδα — ασκληπιάδης — λογοθεραπευτής — κάδη — παστάδα |
|||