|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγιοποιούμαι? — — σιγανοψιχάλισμα — σμηνίτισσα — σχολάω — αμφίχειρας — δόκανο — οστάριο — ξεμέθυσμα — κουτιαίνω — μπάσο — νεκροφυλακείο — κριθαρένιος — ναργελές — νεφάριος — συνάθροιση — αγιομάτιστος — παλαβός — αχειροτόνητος — δέ — βώπα — περιθωράκιο — μεροδουλευτής |
|||