|
нежирный, постный; ~ο κρέας — постное мясо; ~ο φαγί — постное блюдо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нежирный? — άπαχος как на (ново)греческом будет слово постный? — άπαχος как с (ново)греческого переводится слово άπαχος? — нежирный, постный — φκιασιδώνω — περιδεής — ακέρατος — προσποιούμενος — αγκαθότοπος — ετεροπαθητική — ανάζερβη — νοήμων — παπάρας — εντερορραγία — πληροφορία — τοις — δοκιμαστήριος — διόρυγμα — γέρος — πρωτόπλους — υπερψήφιση — ήλος — ναυπηγοξυλουργός — Λιθουανή — υποχωρητικότητα |
|||