|
ο меандр (узор, характерный греческий орнамент) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меандр? — μαίανδρος как с (ново)греческого переводится слово μαίανδρος? — меандр — καθησύχαση — αχαλιναγώγητος — εγκαυματίας — μετροταινία — μονογράφω — παλλάδιο — εμπορεία — αμφίβιο — εγκαρδκοτικός — υπερίσχυση — γαρουφαλιά — νεροσωλήνας — καμηλόδερμα — δακτυλογραφούμαι — σπαθισμός — επιστήμονας — δοξάζω — επιστήμων — ομαδοποίηση — διάκριτος — ολοκόκκινος |
|||