|
уст. женатый (о мужчине); замужняя (о женщине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женатый? — ύπανδρος как на (ново)греческом будет слово замужняя? — ύπανδρος как с (ново)греческого переводится слово ύπανδρος? — женатый, замужняя — ταυτόχρονος — ακαματωσύνη — οινοπνευματοποιία — ετερόσειστος — ενδεκάμηνον — γκρεμοτσακίζομαι — σφήνωση — βροντοκοπώ — πιατέλλα — παράπτωμα — αντίς — πρασινάδα — αγγλισμός — εξορμος — διερευνώ — αποτσιπωσύνη — πλαγκτονικός — άντληση — σφυγμομετρώ — τελικός — σαπουνίζω |
|||