Новогреческий словарь
παντού
παντού
везде, повсюду
;
είμαι ~ καί πάντα — быть вездесущим
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
везде
? —
παντού
как на
(ново)греческом
будет слово
повсюду
? —
παντού
как с
(ново)греческого
переводится слово
παντού
? — везде, повсюду
#
(ново)греческий словарь
—
αντιλαϊκά
—
κοντραμπασίστας
—
κόλουρος
—
μαγνητοηλεκτρικός
—
προδικαστικά
—
φτυάρισμα
—
εκπολιτιστικός
—
χρονοτριβώ
—
φοιτήτρια
—
αχαράκωτος
—
δανιστί
—
Αγγλοσάξονας
—
παραγγελιοδότις
—
τσαλαπάτημα
—
χταποδοσαλάτα
—
αποκεί
—
εγγομφώνω
—
αττικός
—
σαμπάνια
—
σαπωνοποιήσιμος
—
αναγεννητικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве