Новогреческий словарь
καισαρικός
καισαρικός
:
καισαρική τομή — мед. кесарево сечение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καισαρικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τιττυβίζω
—
μπέμπης
—
αξύπαστος
—
ρέμβη
—
φιλοτεχνικός
—
αποβραδίς
—
μαντρίζω
—
αγγλοφοβία
—
γαστραντλία
—
στιγμή
—
πολεμιστής
—
γυμνίστρια
—
προφητεία
—
γαιοπρόσοδος
—
φράκο
—
λιβανωτόν
—
πειρατικός
—
δέομαι
—
ζουζούνισμα
—
καλαπόδι
—
εργόχειρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве