|
1) фехтовать; 2) полемизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фехтовать? — διαξιφίζομαι как на (ново)греческом будет слово полемизировать? — διαξιφίζομαι как с (ново)греческого переводится слово διαξιφίζομαι? — фехтовать, полемизировать — ξενολατρία — αναπληρωτός — σαρκαστικός — ασχημία — κάρπωση — χασμουριάρης — ευαπόδεικτος — ημέρευμα — αγούννιαστος — ξεφουσκώνω — εσκεμμένος — πλαστούργημα — διακρίβωση — ρείθρο — μαμούρης — άνηθος — προέχω — κρασί — πηροδάκτυλος — πιεζομετρία — τρεχούμενος |
|||