Новогреческий словарь
αποκλαμός
αποκλαμός
II ο 1)
ветка
;
2)
щупальце
(осьминога)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ветка
? —
αποκλαμός
как на
(ново)греческом
будет слово
щупальце
? —
αποκλαμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκλαμός
? — ветка, щупальце
#
(ново)греческий словарь
—
νέο
—
αναψήφιση
—
σαρκαστικότητα
—
αδιασάφιστος
—
συναρίθμηση
—
νοστιμούτσικος
—
σχεδιογράφηση
—
αναφορικώς
—
ιχθυοφόρος
—
αρκουδεύω
—
μπιζού
—
μιαρότητα
—
μπουναμάς
—
αεροκινητήρας
—
κοκκινοσκούφα
—
αγόρι
—
γκρινιάζομαι
—
Φαίακες
—
κοκκινομανίταρο
—
οστεοβλάστη
—
οδοντοκοιλία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве