Новогреческий словарь
αναγνώστης
αναγνώστης
ο 1)
читатель
;
2)
чтец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
читатель
? —
αναγνώστης
как на
(ново)греческом
будет слово
чтец
? —
αναγνώστης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναγνώστης
? — читатель, чтец
#
(ново)греческий словарь
—
βάβουλας
—
σκληραίνω
—
κάνουλα
—
αλάβωτος
—
δρομομετρία
—
πελαργός
—
ψυχοπάθεια
—
αφορμώμαι
—
ταλκ
—
οστεαλγία
—
μεριστικός
—
στηθωτός
—
διαλυτότητα
—
αιωνίως
—
αιθέριος
—
αποστακτικός
—
αμάντευτος
—
σιδηροτεχνία
—
σύζευξη
—
μακρόθυμος
—
άδιωχτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве