Новогреческий словарь
αμυνόμενος
αμυνόμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμυνόμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λείπομαι
—
εχθές
—
λαχανικό
—
πυρετώδικος
—
βιντεοκάμερα
—
εκτυπον
—
κλήμα
—
νοτίως
—
γιώνω
—
εμποροπλοίαρχος
—
εργος
—
αρχιληστής
—
ηγερία
—
πληρωμή
—
εμπύηση
—
κλειστοφοβία
—
μουχρωπός
—
ξαναπουλώ
—
μισαποθαμμένος
—
κακοκέφαλος
—
αξυρισιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве