|
η шифоньерка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шифоньерка? — σιφονιέρα как с (ново)греческого переводится слово σιφονιέρα? — шифоньерка — συμπατριώτης — οικονομικός — συμβιβαστής — τεκνοποιία — κεφαλαλγία — ακτινεργία — βρέχομαι — καυχώμαι — όθεν — ιστιοδρομώ — κύρ — ανιμιστής — μπάζα — μαλαθούνα — σταυρανθής — γιδάρης — μποττίνι — σφαληχτός — καταστρεφτικός — ιστορία — ψυχοφθόρος |
|||