|
η биол. моногенизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моногенизм? — μονογένεσις как с (ново)греческого переводится слово μονογένεσις? — моногенизм — τρυφεραίνω — κανναβάτσο — αναρπαγή — κολλητηρτζής — δέσποινα — γαυριώ — διελκυστίνδα — παρεκκλήσιο — συνταξιοδοτώ — αθρόος — δικαστικά — συννεφοσκέπαστος — ψυχομετρία — απαρέσκεια — αγγειοδιασταλτικός — επαρχώ — ξυλοπάλιος — εκκαθαρίζω — συνιστώμαι — δεξά — αλησμόνητος |
|||