|
переваривать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переваривать? — πέπτω как с (ново)греческого переводится слово πέπτω? — переваривать — έκαμα — θρεφτάρι — αντιμωλία — κρανοφόρος — φανφαρονισμός — Αφγανή — ατλαζωτός — θωρακωτός — αντιψυχωτικός — μπεσαλής — περιαυτολογώ — κρανιά — κουλουράκι — επισφάλεια — λαδόξιδο — δηλητηριάστρια — αθύμιαστος — υπερκερώ — ευλύγιστος — ξανακαινουργιώνω — σπιτικό |
|||