|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρευλό? — — ανώγειον — αλφαβητικός — ρίμα — αρτεσιανό — έρμα — σιτέμπορος — παπαγάλος — λιθικός — ψιθυρίζω — διαβάλλω — μαγουλίκα — ειδικεύω — συνοφρύωση — προασκώ — αγκύλη — καραϊβικός — αποδεικτικό — βροχόμετρο — τρίχινος — πολυέξοδα — καλεντάρι |
|||