Новогреческий словарь
απλοποίηση
απλοποίηση
η 1)
упрощение
;
2) мат. :???
~ κλάσματος — сокращение дробей
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
упрощение
? —
απλοποίηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
απλοποίηση
? — упрощение
#
(ново)греческий словарь
—
τοπάρχης
—
σύμφωνα
—
παραγοντισμός
—
καλαθόσφαιρα
—
χειμωνιάτικος
—
επαρχιωτοπούλα
—
σχολή
—
ισοπλατής
—
λιγδιασμένος
—
υδροβιολογία
—
κυτόσωμο
—
μισότρελος
—
παλιόσπιτο
—
διαλλάττομαι
—
δυσμετάπειστος
—
διευθετήσιμος
—
ακροβάτισσα
—
κοντόχρονα
—
ζευγαρίζω
—
δουλοπαροικία
—
ζωέμπορος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве