|
το агентство; ειδησεογραφικό ~ или ~ ειδήσεων — информационное агентство; ~ τύπου — агентство печати; ~ μεταφορών — транспортное агентство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово агентство? — πρακτορείο как с (ново)греческого переводится слово πρακτορείο? — агентство — κουρσάρικος — χαυνότητα — αδαμάντινος — ξελαγαρισμένος — ύστερο — ασπρουλιάρικος — αλάνθαστος — ραδιοπομπή — άγκυρα — ταλαντεύομενος — τσελιγκόπουλο — αξιομίμητος — δερματίνη — συνδεδεμένος — ασωτεύομαι — τρουβάς — ζυμωτός — διαβαίνω — γλειψιά — αχυροκοπτικός — πρασόρυζο |
|||