Новогреческий словарь
κοινόχρηστος
κοινόχρηστ|ος
общеупотребительный
;
~ χώρος — место общего пользования
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
общеупотребительный
? —
κοινόχρηστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοινόχρηστος
? — общеупотребительный
#
(ново)греческий словарь
—
υποδικοκατάδικοι
—
ασκοπος
—
τέντζερη
—
αγελαδήσιος
—
σχισματιά
—
νεκρόδειπνος
—
γυφτίζω
—
αιδοιολειχία
—
παλιομοδίτικος
—
αντιπολιτειακός
—
φιδήσιος
—
αγαπητικός
—
χέρσωση
—
ψαλμός
—
αριουλός
—
ναυπηγία
—
μεταμορφώνομαι
—
αφόρετος
—
κατάστεγνος
—
γατσούνι
—
ασπρωχτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве