|
το касторовое масло; касторка (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово касторовое масло? — ρητινέλαιο как на (ново)греческом будет слово касторка? — ρητινέλαιο как с (ново)греческого переводится слово ρητινέλαιο? — касторовое масло, касторка — αμελέτητα — λαγοβυζάστρα — ραδιοτηλέφωνο — Γιαπωνέζα — ελικοκίνητος — γεννητάτα — αρσενικίαση — λεπτοσανίς — φωνηματικός — δυσκολοδιήγητος — άσπρος — οπλοχρησία — εξαρσιγενής — ανεπούλωτος — βρόχειος — αρήλογος — άρια — λίκνο — δυσπιστία — ιππότης — λουτήρας |
|||