|
αόρ. от ερώμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηράσθην? — — φετιχικός — εποικοδομητικά — δεινοπάθηση — νερουλιάρης — διαλεκτολογία — φτέρνα — κανόνισμα — ξυλοσκίστης — μαγνητεγερτικός — σοκολατούχος — δουλικός — ειδοποιητήριος — σχολάρχης — αντικατροπτισμένος — λιθοκόλληση — κλαυθμύρισμα — ακυρωτέος — αποσυντίθεμαι — αψύλλιστος — αεραντλία — προπλάττω |
|||