|
запутанный, сложный; ~ υπόθεσις — запутанное дело #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запутанный? — δαιδαλώδης как на (ново)греческом будет слово сложный? — δαιδαλώδης как с (ново)греческого переводится слово δαιδαλώδης? — запутанный, сложный — νεκρώνω — φορτίζω — επάργυρος — ρώσικος — περιστασιακός — σύνδενδρος — μπαϊρακτάρης — φραντζόλα — ξεστηθώνομαι — αβύζαγος — φαρμακοχημεία — αναλιγώνομαι — κοράλινος — ανεξακρίβωτος — χηνάκι — πονοκεφάλιασμα — χρυσοφόρος — τσατμάς — εξελέγην — συνοδεία — βουλησιαρχία |
|||