|
ο безнадёжность; отчаяние #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безнадёжность? — απελπισμός как на (ново)греческом будет слово отчаяние? — απελπισμός как с (ново)греческого переводится слово απελπισμός? — безнадёжность, отчаяние — εκτροχιασμός — λέμβος — ανάγραπτος — λεπτόσωμος — νομισματολογία — πειθαρχείο — ανατύπωση — γεννολόγι — στενός — ελυμα — αμνηστεύσιμος — ελαφοκτόνος — ευγονία — αρχινοσοκόμος — μεταδιδάσκω — ανυπόγραφος — κόλλοψ — φυτευτός — παροπλισμός — ανεβασιά — απερηφάνευτος |
|||