|
η утилитаризм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утилитаризм? — χρησιμοθηρία как с (ново)греческого переводится слово χρησιμοθηρία? — утилитаризм — ανθηση — ευφρόσυνος — ασκιαγος — ιχθυοπανίς — ωφελώ — ξεχείλωμα — εξώφθαλμος — παραχαράζω — ραφτόπουλο — πατροκτονία — ηρωολατρεία — Ρουμάνος — ασυμφώνιστος — εγωίστρια — εύρεση — σπούδαγμα — αμονάρχητος — αφορμώμαι — γερνάω — τυπολάτρισσα — ψαροντουφεκάς |
|||