Новогреческий словарь
καινοτόμος
καινοτόμ|ος
ο, η
новатор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
новатор
? —
καινοτόμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
καινοτόμος
? — новатор
#
(ново)греческий словарь
—
ακτινολόγος
—
δώ
—
εκφυλλίζω
—
ακρώρεια
—
κομμάτιασμα
—
λαδάδικο
—
αυτομόλυνση
—
κελαϊδιστός
—
ασαρκίο
—
λεοκοκυττάρωσις
—
χοιρινό
—
ψεκτός
—
θησαυρίζω
—
αναζέω
—
ατζαμοσύνη
—
φωτομέτρηση
—
πολιομυελίτιδα
—
λοφάκι
—
συμπανηγυρίζω
—
ελαιογραφία
—
λυγίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве