|
η трюфель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трюфель? — τρούφφα как с (ново)греческого переводится слово τρούφφα? — трюфель — αλλοθεν — συντάκτης — σμηγματογόνος — κακοήθεια — αντιπρόπερσι — σταυρός — σαμάρωμα — διαξηραίνω — σύνθετο — ανατομική — στουράκι — καταφανώς — σπατουλάρισμα — αδικοπραγία — προσήκει — απόπνοια — παγίδευμα — λανθασμένος — μεταχειρισμένος — ημιονηλάτης — πεντηκοστός |
|||