Новогреческий словарь
γεμέλλικος
γεμέλλικ|ος
, η , ο :
~α αδέρφια — близнецы
;
γέννησε ~α — [phrase]она родила двойню[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γεμέλλικος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σαγματοποιία
—
στόμφος
—
έλαση
—
βλάμισσα
—
ολόγεμος
—
σποράκι
—
δισάκκι
—
απετονιά
—
οδυρμός
—
επαφίεμαι
—
υδρογονοσταγονίδιο
—
ψευδεπιστήμονας
—
διαδρομέας
—
καλοφαγάς
—
δρώμενο
—
μυωπάζω
—
ντρένιος
—
πλεύρισμα
—
ευπαρουσίαστος
—
κατανόηση
—
σάρδη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве