|
(-εως) η 1) нарост, шишка; 2) анат. эпифиз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нарост? — επίφυση как на (ново)греческом будет слово шишка? — επίφυση как на (ново)греческом будет слово эпифиз? — επίφυση как с (ново)греческого переводится слово επίφυση? — нарост, шишка, эпифиз — φθορά — ενώτιον — μαρτύρικο — διαλλάσσω — αισθαντικά — σχέση — ηλιοφωτόμετρο — αλαφρομυαλιά — προσδεκτός — σανοπώλης — περιστεροτροφία — λαιμόδεσμος — ανεξασφάλιστος — μεγάθυμος — παράφρων — ανθρωπομορφικός — ρασοφορώ — αμάραντος — νοόμετρο — μετζοτίντο — πιστοποίηση |
|||