Новогреческий словарь
σαπούνι
σαπούνι
το
мыло
;
αρωματικό ~ — туалетное мыло
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мыло
? —
σαπούνι
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαπούνι
? — мыло
#
(ново)греческий словарь
—
εποπτικός
—
κάπως
—
πρωϊνό
—
υπερκορεσμός
—
στάλος
—
λιθόκτιστος
—
περιορίσιμος
—
αυτοεγκωμιοσμός
—
γκριζωπός
—
ήσκιος
—
ρίχτω
—
αχαράμιστος
—
οριεντάλ
—
φρεσκοπαντρεμένος
—
συκωτάκι
—
επιφώνημα
—
απηγος
—
χαμπλός
—
αρωματικότητα
—
πατριδοκάπηλος
—
πολυτεκνία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве