Новогреческий словарь
ναυλώτρια
ναυλώτρια
η
фрахтовательница
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фрахтовательница
? —
ναυλώτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
ναυλώτρια
? — фрахтовательница
#
(ново)греческий словарь
—
συνεισβάλλω
—
πωγωνοφόρος
—
στρογγόλωσις
—
ένεκεν
—
ραχατλίκι
—
αιμαγγείωμα
—
χρωματοποιός
—
εντατικός
—
ασβεστούχος
—
άρρηκτος
—
χρυσόψαρο
—
απολαβή
—
γλεντοκόπημα
—
καλαναρχίζω
—
αξεδιάλυτος
—
ακουαρέλλα
—
βόσκω
—
ανοικοδομημένος
—
απολωλαίνω
—
πεκούνια
—
χόντρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве