Новогреческий словарь
γαλακτικός
γαλακτικός
молочный
;
~ό οξύ — молочная кислота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
молочный
? —
γαλακτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαλακτικός
? — молочный
#
(ново)греческий словарь
—
αμαστία
—
βαλτότοπος
—
φυματικός
—
μολοσσός
—
προσβλέπω
—
χέρα
—
πρωτάθλημα
—
λήγω
—
μικροπολιτική
—
αλέκιαστος
—
χόριο
—
επιστρώνω
—
ανεγκλιμάτιστος
—
αγρύπνημα
—
εικοσαετία
—
στρογγύλευμα
—
αβρώμιστος
—
αψώνιστος
—
εμβιβάζομαι
—
χοιροτροφία
—
χόχλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве