|
превосходящий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово превосходящий? — υπέρτερος как с (ново)греческого переводится слово υπέρτερος? — превосходящий — ρογχάζω — κουβεντιασμένη — αφίλιωτος — ευκινητότητα — ιχθυάλευρο — σμέρνα — πλατύσκαλο — λανθάνων — φύκος — αγουστέλα — νεκροφιλικά — χρονοφωτογράφος — βουτηξιά — ανατροπέας — άγραφτος — οπιώδης — ποταμίδα — οδύσσεια — στολιδώδης — περίπου — λιθολόγος |
|||