|
с шипами, колючий; === ~ στέφανος — терновый венок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с шипами? — ακάνθινος как на (ново)греческом будет слово колючий? — ακάνθινος как с (ново)греческого переводится слово ακάνθινος? — с шипами, колючий — γκολέττα — φωτοπαγίδα — σκοταδερός — ανατρίπτρια — δραπέτευση — αλατίζω — ορόσημο — ξεκούρδιστος — γερο- — ακριβοξετάζω — φασόλα — τρόφιμο — ξεθρακίζω — αλογήσιος — τήκομαι — τρισδιάστατος — αστροφωτομετρία — βρεθίκια — δαιμονίζω — καλπονόθευση — διεκδικούμενος |
|||