|
παθ. αόρ. от διαβιβρώσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διεβρώθην? — — Ακρίτας — μοσκομυρίζω — αρχοντοπούλα — αυλητική — μαρμαροκολώνα — εξορκιστικός — τσαγκάρικος — αναγνωστικό — δυσπρόσβλητος — μπαμπάκας — κρέμαμαι — επεξεργάζομαι — ρύμη — αδημιούργητος — χουχουλιάζω — κουρελαρία — κλητήριος — απολεπισμένος — ανδράδελφος — αμοιρολόγητος — απροκάλυπτος |
|||